μεσεγγύηση

μεσεγγύηση
(Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ. διαφέρει από τη συνηθισμένη παρακαταθήκη όχι μόνο εξαιτίας του ειδικού σκοπού της και από το ότι αναγκαστικά τα πρόσωπα είναι περισσότερα, αλλά και επειδή αφορά ακίνητο πράγμα, οπότε ο μεσεγγυούχος αποκτά τα χαρακτηριστικά της νομής. Η μ. διακρίνεται σε εκούσια και αναγκαστική. Στην πρώτη, όλοι οι ενδιαφερόμενοι συναινούν στην ανάθεση των πραγμάτων που διεκδικούν στη φύλαξη τρίτου, και στη δεύτερη, η ανάθεση πραγματοποιείται με δικαστική απόφαση. Ο μεσεγγυούχος είναι θεματοφύλακας των πραγμάτων που του ανέθεσαν να φυλάξει και υπόκειται στις διατάξεις επί παρακαταθήκη, αν οι συμβαλλόμενοι δεν όρισαν διαφορετικά. Ο μεσεγγυούχος δεν αποτελεί διαχειριστή των προς φύλαξη πραγμάτων, αλλά απλά και μόνο φύλακά τους, εκτός αν του ανατέθηκαν και καθήκοντα διαχειριστή, οπότε μαζί με τη μ. υφίσταται και εντολή. Πολλές φορές ο μεσεγγυούχος υποχρεώνεται σε πράξεις διαχείρισης, όπως συμβαίνει στη διατροφή μεσεγγυημένων ζώων και στη συντήρηση μηχανημάτων. Ακόμα είναι κάτοχος του δικαιώματος να εκποιήσει τα πράγματα, όταν το επιβάλλουν διάφοροι λόγοι, με τρόπο, όμως, που να εξασφαλίζει το συμφέρον των μερών. Ο μεσεγγυούχος δικαιούται vα αποζημιωθεί για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διαφύλαξη ή τη συντήρηση του πράγματος. Επί αναγκαστικής μ. ο διορισμός του μεσεγγυούχου γίνεται από τον δικαστικό επιμελητή και η αμοιβή καθορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών με αναγκαστικά εκτελεστή πράξη. Επιπλέον στην περίπτωση της αναγκαστικής μ. τα παράπονα που δημιουργούνται εναντίον της εκδικάζονται από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης. Η απόφασή του δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο και δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά μόνο από τον πρόεδρο πρωτοδικών του ίδιου τόπου. Όταν λυθεί η διαφορά εκείνος που υπερίσχυσε μπορεί να αναλάβει το πράγμα από τον μεσεγγυούχο και σε περίπτωση που προήλθε ζημιά στο πράγμα από δόλο ή αμέλεια του μεσεγγυούχου, έχει δικαίωμα vα απαιτήσει αποζημίωση. Ο θεσμός της μ. ήταν άγνωστος έως το 1914, χρονολογία έναρξης του A’ Παγκόσμιου πολέμου, οπότε τα εμπόλεμα κράτη θέσπισαν νομοθετήματα που προέβλεπαν τον θεσμό της μ. των εχθρικών περιουσιών. Με τους νόμους αυτούς τον έλεγχο και τη διαχείριση των εχθρικών περιουσιών αναλάμβαναν οι μεσεγγυούχοι.
* * *
η [μεσεγγυώ]
η μετά από συμφωνία ή η μετά από απόφαση δικαστηρίου ή άλλου οργάνου παράδοση σε τρίτο πρόσωπο πραγμάτων για φύλαξη και για εξασφάλιση αμφισβητούμενων δικαιωμάτων (α. «συμβατική μεσεγγύηση» β. «δικαστική μεσεγγύηση» γ. «νόμιμη μεσεγγύηση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσεγγύηση — η παράδοση διεκδικούμενου πράγματος σε τρίτο πρόσωπο, μέχρι οι αντίδικοι να λύσουν τη διαφορά. Το ενέχυρο ή το αμφισβητούμενο πράγμα λέγεται μεσεγγύημα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • αμεσεγγύητος — η, ο [μεσεγγυώμαι] αυτός, για τον οποίο δεν δόθηκε μεσεγγύηση …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύη — μεσεγγύη, ἡ (Α) η μεσεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἐγγύη* «εγγύηση» (πρβλ. αλληλ εγγύη)] …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • αμεσεγγύητος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δε δόθηκε μεσεγγύηση, δεν κατατέθηκε ενέχυρο σε τρίτο: Κοντά στ άλλα ο πελάτης του ήταν και αμεσεγγύητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”